- σκοτομήνη
- και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Αασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση τού μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπ-αινα)].
Dictionary of Greek. 2013.